Δίκαιο και δικανική κρίση
Τί είναι το δίκαιο και πώς οι δικαστές αντλούν από αυτό τις κρίσεις που εκφέρουν, οφείλοντας μάλιστα να τις αιτιολογήσουν ως σύννομες; Όσο και αν φαίνεται παράδοξο, οι απαντήσεις που δίνονται συνήθως στο ερώτημα αυτό χαρακτηρίζονται από μία υπεραπλούστευση που δεν συνάδει με την κρισιμότητά του. Κατά την κρατούσα άποψη, το δίκαιο είναι ένα σύνολο κανόνων αρμοδίως τεθειμένων, ο κάθε κανόνας αποτελεί μία γενικού χαρακτήρα γλωσσική πρόταση και η αιτιολόγηση της δικανικής κρίσης γίνεται μέσω ενός απαγωγικού συλλογισμού, δηλαδή μιάς λογικής μετάβασης από το γενικό στο ατομικό, με τη συνεπικουρία της σημασιολογικής ανάλυσης των γλωσσικών εκφράσεων που απαρτίζουν το κείμενο του εφαρμοζόμενου κανόνα, ώστε να εξαχθεί το ρυθμιστικό νόημα που περιέκλεισε σε αυτό ο νομοθέτης. Το παρόν βιβλίο, που απευθύνεται όχι μόνο στους νομικούς της θεωρίας και της πράξης αλλά και σε όλους όσους ενδιαφέρονται για βασικά ζητήματα της πρακτικής φιλοσοφίας, θέτει υπό αμφισβήτηση όλες αυτές τις παραδοχές. Εμβαθύνοντας στη σύγχρονη φιλοσοφική συζήτηση γύρω από την κανονιστικότητα και τους κανόνες, και ιδίως διαλεγόμενο με τις πιο πρόσφατες απόψεις που έχουν διατυπωθεί στο πεδίο της ηθικής θεωρίας, υποστηρίζει με αναλυτικά επιχειρήματα ότι η ισχύς του δικαίου δεν στηρίζεται στο ωμό γεγονός της θέσπισης των κανόνων του από πρόσωπα αρμόδια να καθιστούν τη βούλησή τους δεσμευτική για όλους, αλλά στην ερμηνεία των κρίσιμων «θεσμικών γεγονότων» υπό το πρίσμα όλων των συναφών αρχών πολιτικής ηθικής. Οι λόγοι με τους οποίους οι δικαστές αιτιολογούν τις κρίσεις τους δεν μπορούν να είναι άλλοι από τους ηθικούς λόγους που απευθύνονται προς τους πολίτες, ζητώντας από αυτούς να πράττουν σύμφωνα με το δίκαιο, ακόμη και όταν διαφωνούν ηθικά ή πολιτικά με το περιεχόμενό του. Μία βασική μεθοδολογική συνέπεια της φιλοσοφικής αυτής αφετηρίας είναι ότι η θεμελίωση των δικανικών κρίσεων έχει πάντοτε χαρακτήρα επιχειρηματολογικό και όχι λογικό.